- φερέζωος
- -ον, ΜΑαυτός που δίνει ζωή, σωτήριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -ζωος (< ζωή), πρβλ. σαπρό-ζωος, φιλό-ζωος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φερέζωος — bringing life masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέζωον — φερέζωος bringing life masc/fem acc sg φερέζωος bringing life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεζώοιο — φερέζωος bringing life masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεζώων — φερέζωος bringing life masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek